- κέρκουροι
- κέρκοῡροι , κέρκουροςlight vesselmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρκουρος — ο (Α κέρκουρος και κερκοῡρος και κέρκυρος και πληθ. κέρκυρα, τά). νεοελλ. 1. είδος μικρού ιστιοφόρου πλοίου. 2. (στο παρελθόν) ελαφρό και ταχύπλοο πολεμικό πλοίο που χρησιμοποιούνταν από το σώμα τής αστυνομίας τών ακτών αρχ. 1. (κυρίως στην… … Dictionary of Greek